- επιδιορισμός
- ο [επιδιορίζω]1. προσδιορισμός2. η προσθήκη νέου γνωρίσματος σε μια έννοια, οπότε ελαττώνεται το πλάτος αλλά αυξάνεται το βάθος της.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιδιορισμός — ο 1. παραπέρα καθορισμός, επιπρόσθετος προσδιορισμός. 2. (λογ.), προσδιορισμός του πλάτους έννοιας με την προσθήκη περισσότερων γνωρισμάτων, ώστε να μεγαλώσει το βάθος και να ελαττωθεί το πλάτος της (αντίθ. αφαίρεση) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)